- μεσημβρινός
- Πρόκειται για τη νοητή γραμμή της γήινης σφαίρας, όλα τα σημεία της οποίας έχουν το ίδιο γεωγραφικό μήκος· αυτή η νοητή γραμμή διέρχεται από τους δυο πόλους της Γης. Εξαιτίας της ελλειψοειδούς περιστροφής της Γης, οι γήινοι μ. είναι επίπεδες καμπύλες-τόξα. Το γενικό γεωγραφικό πλάτος μετριέται με βάση το μήκος του γήινου μ. και χαρακτηρίζεται βόρειο ή νότιο, αν ο τόπος στον οποίο αναφερόμαστε, βρίσκεται αντίστοιχα βορειότερα ή νοτιότερα από τον ισημερινό.
* * *-ή, -ό(ΑM μεσημβρινός, -ή, -όν, Α δωρ. τ. μεσαμβρινός, και ποιητ. τ. μεσημερινός, -ή, -όν, θηλ. και μεσημβριάς, Μ και μεσημβριανός, -ή, -όν)1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεσημβρία ή αυτός που γίνεται κατά τη μεσημβρία, ο μεσημεριάτικος, ο μεσημεριανός (α. «εὖτε πόντος ἐν μεσημβριναῑς κοίταις... εὕδοι πεσών», Αισχύλ.β. «μεσημβρινός ύπνος»)2. α) αυτός που είναι στραμμένος προς τη μεσημβρία, αυτός που βρίσκεται προς ή στον Νότο, ο νότιος (α. «ἐς μεσημβρινὴν βῆναι κέλευθον», Αισχύλ.β. «παράθυρο μεσημβρινό»)3. αυτός που κατοικεί ή ανήκει στις νότιες περιοχές τής Γης (α. «ἀπὸ τῶν μεσημβρινῶν Ἰνδῶν», Στράβ.β. «οι μεσημβρινοί λαοί»)νεοελλ.1. το αρσ. ως ουσ. ο μεσημβρινός(αστρον.-γεωγρ.-μαθημ.) η τομή την οποία σχηματίζει σε μια επιφάνεια εκ περιστροφής ένα επίπεδο που διέρχεται από τον άξονα της («ουράνιος μεσημβρινός» — ο ήμισυς μέγιστος κύκλος τής ουράνιας σφαίρας που διέρχεται από το ζενίθ ενός τόπου και φτάνει μέχρι τους πόλους)2. γεωγρ. νοητή συνεχής γραμμή πάνω στην επιφάνεια τής Γης η οποία έχει διεύθυνση Βορρά-Νότου και συνδέει τους δύο γεωγραφικούς πόλους3. το θηλ. ως ουσ. η μεσημβρινήη τομή τού μεσημβρινού επιπέδου με το επίπεδο τού ορίζοντα σε έναν ορισμένο τόπο4. φρ. α) «μεσημβρινό επίπεδο τόπου» — το κάθετο επίπεδο που διέρχεται από έναν τόπο και από το κέντρο του Ηλίου κατά τη στιγμή τής αληθούς μεσημβρίας)β) «μεσημβρινό τηλεσκόπιο» — αστρονομικό όργανο χρήσιμο για την παρατήρηση τών αστέρων κατά απόκλιση και ορθή αναφορά, τη στιγμή που διέρχονται από τον μεσημβρινό ενός τόπουγ) «μεσημβρινός ουράνιου σώματος» — η τομή τής επιφάνειας ενός περιστρεφόμενου ουράνιου σώματος με ένα ημιεπίπεδο που περιλαμβάνει και έχει ως αρχή τον άξονα περιστροφήςδ) «μαγνητικός μεσημβρινός» — ο μέγιστος κύκλος που διέρχεται από ένα σημείο τής γήινης επιφάνειας και από τους μαγνητικούς πόλους τής Γηςε) «πρώτος μεσημβρινός» — ο μεσημβρινός σε σχέση με τον οποίο υπολογίζονται οι μοίρες γεωγραφικού μήκουςστ) «μεσημβρινός τού Γκρήνουιτς» — νοητή γραμμή η οποία χρησιμοποιείται για τον καθορισμό τού γεωγραφικού μήκους τών 0° και που διέρχεται από το Γκρήνουιτς, έναν από τους δήμους τού Λονδίνουμσν.οι δαίμονας τού μεσημεριούαρχ.(το ουδ. ως επίρρ.) μεσημβρινόν ή μεσαμβρινόνκατά τη μεσημβρία, το μεσημέρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσημβρία. Ο τ. μεσημβρ-ιανός με κατάλ. -ιανός (πρβλ. αυρ-ιανός), ο τ. μεσημβρίας < μεσημβρία + κατάλ. -άς, ενώ ο τ. μεσημερινός < μεσημέρι].
Dictionary of Greek. 2013.